Άρθρο από το classical-music.com
Για το πρωτότυπο άρθρο στα αγγλικά, πατήστε εδώ!
Ένας από τους λόγους, είναι ότι εμείς το κοινό, εντυπωσιαζόμαστε ευχάριστα από την επίδειξη αυτού του σπουδαίου κατορθώματος της μνήμης. Σκεφτείτε κάθε κονσέρτο που έχετε παρακολουθήσει ζωντανά! Όταν δεν υπάρχει παρτιτούρα μπροστά στον σολίστ, η μουσική μοιάζει να αναδύεται ελεύθερα και αβίαστα, χωρίς καμία διαμεσολάβηση, μέσα από το υποσυνείδητο του εκτελεστή. Η ουσία της μουσικής, μας συνεπαίρνει και μας μαγεύει, μπροστά στα μάτια και στα αυτιά μας. Ο μουσικός λόγος, δεν ανήκει πια ούτε στον Μπετόβεν ούτε στον Ραχμάνινοφ. Ανήκει στην Anne Sophie Mutter και στην Martha Argerich.
Ωστόσο, αυτό το φετίχ της απομνημόνευσης, δεν ήταν πάντα κομμάτι της κουλτούρας μας. Άρχισε να προωθείται ένθερμα από τον Φραντς Λιστ, στις σόλο συναυλίες του τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Τα ρεσιτάλ πιάνου του Λιστ αποτελούσαν τελετουργίες επίδειξης υψηλοτάτου επιπέδου δεξιοτεχνίας, όπου το κοινό του καθηλωνότανε από την ξεχωριστή ικανότητα του να ερμηνεύει ολόκληρο ρεπερτόριο από μνήμης, επιτόπου!
Ο πιανίστας Stephen Hough, έγραψε πως αυτή η στροφή προς την από μνήμης εκτέλεση, που ήταν σπουδαία για το Λιστ, λειτουργούσε σαν αφορισμός για πολλούς άλλους. Για παράδειγμα, ο Σοπέν, δεν θα ενέκρινε κάτι τέτοιο. Λέγεται πως ο Σοπέν τιμώρησε κάποτε έναν μαθητή του, ο οποίος έπαιξε ένα μουσικό κομμάτι από μνήμης, κατηγορώντας τον για αλαζονεία! Και γιατί; Επειδή σε μία εποχή όπου ο κάθε πιανίστας ήταν παράλληλα και συνθέτης, το να παίζει κανείς ένα κομμάτι χωρίς παρτιτούρα, συχνά θεωρούνταν αυτοσχεδιασμός! Το να παίζεις μία μπαλάντα του Σοπέν από μνήμης, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία προσπάθεια να καθιερώσεις αυτό το αριστούργημα, ως δική σου δημιουργία.
Αποτελούσε λοιπόν ύβρη το να παίζεις ένα κομμάτι από μνήμης. Λέγεται ότι για πολλούς, ο εκτελεστής έδινε την εντύπωση πως προσποιείται ότι παίζει παρακινούμενος από μια αυτοσχεδιαστική διάθεση της στιγμής και αυτό αποτελούσε μεγάλη προσβολή για τον συνθέτη, ο οποίος μόχθησε τόσο για το δημιούργημα του.
Υπάρχει όμως και ένα ακόμα πρόβλημα. Η λογική που απαιτεί από τους σολίστ να ερμηνεύουν χωρίς παρτιτούρα, έχει ως βασική προϋπόθεση ότι υπάρχει ένα ιστορικά ολοκληρωμένο και παγιωμένο μουσικό ρεπερτόριο, το οποίο έχει γραφτεί παλαιότερα από άλλους ανθρώπους, για να ερμηνευτεί από αυτούς τους σολίστ. Βέβαια, καθώς η πλειονότητα αυτών των συνθετών δεν ζει πια, δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να μπερδέψουμε τον συνθέτη με τον εκτελεστή. Ωστόσο, το πρόβλημα αφορά το κόστος που προκύπτει σε βάρος νέων έργων, τα οποία εντωμεταξύ εντάσσονται σε αυτό το ρεπερτόριο και τα οποία γράφονται άμεσα , και με ταχύτητα που δε δίνει χρόνο για να τα απομνημονεύσει κανείς.
Έτσι λοιπόν, την επόμενη φορά που θα δείτε έναν σολίστ να ερμηνεύει ένα έργο χρησιμοποιώντας παρτιτούρα, σκεφτείτε ότι αυτό δε συμβαίνει απαραίτητα επειδή δεν πρόλαβε να μάθει το κομμάτι. Ίσως να προσπαθεί να αποκαταστήσει αυτό το στοιχείο της μουσικής μας κουλτούρας, ορίζοντας ένα νέο πλαίσιο ενδεχόμενης ερμηνευτικής δημιουργικότητας, χωρίς να υπηρετεί το μαυσωλείο της μνήμης, όπου η κάθε νότα και ο ρόλος της είναι αυστηρά προδιαγεγραμμένα. Παρόλο που η τεχνική της απομνημόνευσης μπορεί να απελευθερώνει κάποιους μουσικούς, εμείς ως κοινό, δε θα πρέπει να το απαιτούμε από όλους τους εκτελεστές. Όταν η απομνημόνευση μουσικών έργων γίνεται ιδεολογία, ίσως τελικά να χάνουμε περισσότερα από αυτά που κερδίζουμε.
Μετάφραση
γπ